- ἐχεμυθῶ
- ἐχεμῡθῶ , ἐχεμυθέωto hold one's peacepres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐχεμῡθῶ , ἐχεμυθέωto hold one's peacepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχεμυθώ — ἐχεμυθῶ, έω (Α) [εχέμυθος] είμαι εχέμυθος, κρατώ το μυστικό που μού εμπιστεύθηκαν, σιωπώ («τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek